Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί τη συχνότερη μορφή καρκίνου στις γυναίκες. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία η κατάσταση στην Ελλάδα φαίνεται να είναι καλύτερη σε σχέση με τις χώρες του βορείου ημισφαιρίου. Τα νέα περιστατικά που καταγράφονται κάθε χρόνο στη χώρα μας υπολογίζονται κατά προσέγγιση στα 4500.
Η αιτιολογία της νόσου είναι πολυπαραγοντική. Οι σημαντικότεροι παράγοντες που σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της πάθησης είναι:
- Η μεγάλη ηλικία. Το 80% των καρκίνων εμφανίζονται σε γυναίκες μεγαλύτερες των 50 ετών.
- Ύπαρξη οικογενειακού ιστορικού. Αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου έχουν οι γυναίκες που έχουν έναν ή περισσότερους συγγενείς 1ου ή 2ου βαθμού που εμφάνισαν καρκίνο του μαστού σε ηλικία μικρότερη των 40 ετών ή έχουν άρρενα συγγενή1ου βαθμού με καρκίνο του μαστού.
- Ο κίνδυνος αυξάνεται σε γυναίκες με πρώιμη εμμηναρχή και καθυστερημένη εμμηνόπαυση, σε άτεκνες και σε γυναίκες που απέκτησαν παιδί μετά την ηλικία των 35 ετών.
- Μία γυναίκα που έχει παρουσιάσει μία φορά καρκίνο του μαστού έχει μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης νέου καρκίνου στον ίδιο ή στον άλλο μαστό.
- Γενετικές μεταλλάξεις σε γονίδια που κληρονομούνται από τους γονείς στα παιδιά τους (γονίδια BRCA-1, BRCA-2, PTEW, ATM).
- Μακροχρόνια λήψη αντισυλληπτικών και ορμονικών υποκατάστατων.
- Μεγάλη κατανάλωση οινοπνεύματος, παχυσαρκία και κάπνισμα.
- Έκθεση σε ακτινοβολία.
Δεν είναι όλα τα ογκίδια καρκινικά και κακοήθη. Οι πιο συχνές μορφές καρκίνου του μαστού είναι ο πορογενής καρκίνος που προέρχεται από τους γαλακτοφόρους πόρους και ο λοβιακός καρκίνος που προέρχεται από τα λόβια, τα σημεία από τα οποία παράγεται το μητρικό γάλα και διαχωρίζονται σε διηθητικό και μη διηθητικό ή in situ.Ο πρώτος θεωρείται προχωρημένος και δίνει μεταστάσεις και ο δεύτερος θεωρείται αρχόμενος και δυνητικά δε δίνει μεταστάσεις. Άλλες μορφές καρκίνου του μαστού είναι το σωληνώδες, το θηλώδες, το βλεννοπαραγωγόκαρκίνωμα και ο φλεγμονώδης καρκίνος του μαστού. Δίνει μεταστάσειςλεμφογενώς στους επιχώριους λεμφαδένες (κυρίως στους μασχαλιαίους) και αιματογενώς σε ήπαρ, οστά και πνεύμονες.
Ο καρκίνος του μαστού μπορεί να εκδηλωθεί ως:
- Ένα ογκίδιο που μπορεί και να μη πονάει
- Έκκριση διάφανη ή με ίχνη αίματος από τη θηλή
- Πόνος
- Εισολκή της θηλής
- Αλλαγή στο περίγραμμα των μαστών
- Ερυθρότητα του δέρματος
- Το δέρμα μπορεί να μοιάζει με φλούδα πορτοκαλιού ή να παρουσιάζει εσοχές
Για να αυξηθούν οι πιθανότητες να ανιχνευθεί ο καρκίνος του μαστού σε αρχικό στάδιο όπου οι πιθανότητες αποτελεσματικής θεραπείας είναι πιο μεγάλες είναι σημαντικό να γίνονται προληπτικές εξετάσεις. Τέτοιες εξετάσεις είναι:
Κλινική εξέταση του μαστού από το γιατρό και πρέπει να γίνεται μία φορά κάθε τρία χρόνια σε γυναίκες χαμηλού κινδύνου και κάτω των 40 ετών και μία φορά το χρόνο σε γυναίκες υψηλού κινδύνου ή άνω των 40 ετών.
Αυτοεξέταση του μαστού. Εξετάζοντας η γυναίκα μόνη της το μαστό ψηλαφητικά και μπροστά στον καθρέφτη μία φορά το μήνα μπορεί να εντοπίσει έγκαιρα αλλαγές.
Μαστογραφία. Είναι μία ακτινογραφία του μαστού που χρησιμοποιεί χαμηλή ακτινοβολία και μπορεί να εντοπίσει όγκους πριν ακόμα να γίνουν αντιληπτοί με τη ψηλάφηση. Κατά τη διάρκεια της μαστογραφίας συμπιέζεται το στήθος ανάμεσα στις δύο πλάκες του μηχανήματος. Αυτό προκαλεί πόνο αλλά εξομαλύνει τον ιστό του μαστού διευκολύνοντας έτσι των εντοπισμό ανωμαλιών. Γενικά υπάρχει διαφωνία των γιατρών για την ηλικία κατά την οποία μία γυναίκα πρέπει να κάνει μαστογραφία. Οι γυναίκες κάτω των 40 ετών συνήθως δε χρειάζονται μαστογραφία εκτός αν έχουν κάποιο πρόβλημα ή ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Οι γυναίκες 40-50 ετών πρέπει να κάνουν μαστογραφία κάθε δύο χρόνια σε συνδυασμό με υπέρηχο και οι άνω των 50 ετών κάθε χρόνο.
Η διάγνωση ξεκινά όταν ανακαλυφθεί μία μάζα στο μαστό. Αν δεν έχει προηγηθεί μαστογραφία ή υπερηχογραφικός έλεγχος τότε ακολουθεί αυτός ο έλεγχος. Σε μερικές περιπτώσεις όταν η διάγνωση είναι αμφίβολη μπορεί να απαιτηθεί MRI μαστογραφία, ιδιαίτερα για την εξέταση μαστών με πυκνό αδενικό ιστό. Επίσης μπορεί να απαιτηθεί βιοψία της βλάβης που μπορεί να γίνει είτε με λεπτή βελόνα (FNA-κυτταρολογική βιοψία), είτε με χονδρή βελόνα (ιστολογική βιοψία), είτε με την καθοδήγηση ειδικού μηχανήματος (στερεοτακτικήβιοψία) είτε τέλος με ταχεία βιοψία κατά τη διάρκεια του χειρουργείου πριν την αφαίρεση του όγκου (ανοιχτή χειρουργική βιοψία).
Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση της νόσου είναι η χειρουργική επέμβαση για αφαίρεση του όγκου. Υπάρχουν διάφορα είδη χειρουργικών επεμβάσεων. Όταν αφαιρείται ο όγκος μόνο μαζί με τμήμα του γειτονικού ιστού μιλάμε για ογκεκτομή. Όταν αφαιρείται ολόκληρος ο μαζικός αδένας μιλάμε για απλή μαστεκτομή ή πιο εκτεταμένη επέμβαση που λέγεται τροποποιημένη ριζική μαστεκτομή. Οι επεμβάσεις αυτές συνοδεύονται από αφαίρεση λεμφαδένων της μασχάλης σε διαφορετική έκταση ανάλογα με την υποψία διήθησή τους. Η ανίχνευση και δειγματοληψία του φρουρού λεμφαδένα που θεωρείται ότι είναι ο πρώτος λεμφαδένας που διηθείται είναι πολλές φορές απαραίτητη και γίνεται είτε με έγχυση ραδιενεργού ισοτόπου και χρήση γ- κάμερας είτε με έγχυση ειδικών χρωστικών ουσιών στην πρωτοπαθή εστία.
Σε γυναίκες με γονιδιακές μεταλλάξεις τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται και η προληπτική μαστεκτομή.
Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην επιλογή της μετεγχειρητικής θεραπείας είναι το μέγεθος, ο ιστολογικός τύπος, η διαφοροποίηση του όγκου, η ύπαρξη ορμονικών υποδοχέων, το αποτέλεσμα της εξέτασης του Her2/ neu και η γενική κατάσταση της ασθενούς. Η ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε ορμονοθεραπεία, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία ή και συνδυασμό τους.