Η λαπαροσκοπική χειρουργική αποτελεί τομέα της γενικής χειρουργικής που χρησιμοποιεί τη λαπαροσκόπηση για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς.

 

Η λαπαροσκόπηση είναι μία ελαχιστα επεμβατική μέθοδος κατά την οποία μέσω μίας μικρής οπής στην κοιλιά, υπό γενική αναισθησία, ο χειρουργός εισάγει αέριο (διοξείδιο του άνθρακα) και τα τοιχώματα της κοιλιάς διατείνονται και η κοιλιά φουσκώνει σα μπαλόνι. Στη συνέχεια εισέρχεται ένας λεπτός σωλήνας διαμέτρου 5 έως 12mm, διαμέσου του οποίου περνάει ειδικό εργαλείο το λαπαροσκόπιο που περιέχει μία σειρά φακών συνδεδεμένο με πηγή ψυχρού φωτισμού και στο ένα άκρο του εφαρμόζει μία μικρή κάμερα που συνδέεται με οθόνη ή με σύστημα καταγραφής βίντεο. Ενώ η κοιλιά είναι διατεταμένη 2 ή 3 σωλήνες (trocar) μπορεί να εισέλθουν σε διάφορα σημεία της κοιλιάς αναλόγως της επέμβασης. Μέσα από αυτούς τους σωλήνες ο χειρουργός εισάγει εργαλεία και με ειδικούς χειρισμούς πραγματοποιεί τη χειρουργική επέμβαση.

 

Μετά από πολλούς προβληματισμούς η λαπαροσκοπική χειρουργική έχει αποδειχθεί αποτελεσματική για τη διάγνωση και θεραπεία παθολογικών καταστάσεων των ενδοκοιλιακών οργάνων ακόμα και σε ογκολογικούς ασθενείς.

 

Έχει πολλά πλεονεκτήματα σε σχέση με την κλασσική χειρουργική  όπως μικρότερο χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο και ταχύτερη επάνοδο στις καθημερινές δραστηριότητες, λιγότερο μετεγχειρητικό πόνο και καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα λόγω των μικρών τομών. Επίσης οι μετεγχειρητικές επιπλοκές όπως λοιμώξεις, διαπύηση τραύματος, μετεγχειρητικές κήλες, χρόνιος πόνος και δημιουργία συμφύσεων είναι σαφώς λιγότερες.

 

Η λαπαροσκόπηση αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια ή χρόνια πνευμονοπάθεια ή αποκόλληση αμφιβληστροειδούς. Επίσης εκτεταμένες συμφύσεις λόγω προηγούμενων επεμβάσεων μπορεί να καταστήσουν αδύνατη τη λαπαροσκόπηση.