Η οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία είναι μία μορφή καρκίνου του αίματος ή του μυελού των οστών που χαρακτηρίζεται από ταχύτατη αύξηση των αριθμού των ανώριμων λευκών αιμοσφαιρίων. Ο μεγάλος αριθμός των κυττάρων αυτών καθιστά τον μυελό ανίκανο να παράγει υγιή ερυθρά αιμοσφαίρια.
Η οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία απαιτεί άμεση αντιμετώπιση, διαφορετικά δίνει μεταστάσεις σε άλλα ζωτικά όργανα του σώματος. Η οξεία μορφή απαντάται κυρίως σε παιδιά. Η νόσος επηρεάζει και ενήλικες, ειδικότερα άνω των 65 ετών. Ο δείκτης επιβίωσης είναι 85% σε παιδιά και 50% σε ενήλικες.
Που οφείλεται η οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία
Για την οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία ενοχοποιούνται οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες, οι μεταλλάξεις του DNA. Οι μεταλλάξεις μπορεί να συμβούν αυθόρμητα ή ως αποτέλεσμα της έκθεσης σε ακτινοβολία ή σε καρκινογόνες ουσίες. Στους ενήλικες η αιτία τοποθετείται σε φυσική ή τεχνητή ιονίζουσα ακτινοβολία. Επίσης, η χρήση του καπνού συνδέεται με μικρή αύξηση στον κίνδυνο εμφάνισης οξείας μυελογενούς λευχαιμίας σε ενήλικες. Μελέτες έχουν συνδέσει την έκθεση σε πετροχημικά και βαφές μαλλιών με την ανάπτυξη λευχαιμίας, ενώ έχουν αναφερθεί περιπτώσεις μετάδοσης από τη μητέρα στο έμβρυο.
Επίσης, κάποιοι ιοί όπως ο ρετροϊός ( Τ- λεμφοτρόπος) προκαλεί λευχαιμία των Τ- κυττάρων των ενηλίκων. Η νόσος χαρακτηρίζεται από κληρονομικότητα. Τα άτομα με σύνδρομο down έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν οξεία λευχαιμία. Τέλος, υπάρχουν περιορισμένες ενδείξεις ότι τα υψηλά επίπεδα των μαγνητικών πεδίων μπορούν να προκαλέσουν παιδική λευχαιμία.
Συμπτώματα της οξείας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας
Τα συμπτώματα που οδηγούν στην υποψία ύπαρξης κακοήθειας είναι η βλάβη στο μυελό των οστών που οδηγεί με τη σειρά της σε εύκολη δημιουργία μωλωπών, υπερβολικής αιμορραγίας, αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα (συχνές λοιμώξεις, πληγές στο στόμα, πνευμονίες), αναιμία, λήθαργος, πόνος στα οστά και στις κλειδώσεις.
Κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα νυχτερινής εφίδρωσης, ρίγη, πυρετό, απώλεια όρεξης.
Διάγνωση της οξείας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας
Η διάγνωση για την οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία γίνεται αποκλειστικά και μόνο μέσω ιατρικών εξετάσεων και βασίζεται σε μετρήσεις κυτταρικών τύπων του αίματος, σε μυελόγραμμα και σε αιμοδιάγραμμα. Αν υπάρχει σοβαρή υποψία ανάπτυξης λευχαιμίας ο γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει ακτίνες Χ, μαγνητική τομογραφία ή υπέρηχο. Μετάλλαξη στο SPRED1 γονίδιο έχει συσχετιστεί με προδιάθεση στην παιδική λευχαιμία. Μεταλλάξεις του SPRED 1 γονιδίου μπορούν να διαγνωστούν μέσω γενετικής εξέτασης.
Θεραπεία της οξείας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας
Σε γενικές γραμμές η οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία θεραπεύεται με φαρμακευτική αγωγή συνδυασμένη με χημειοθεραπεία. Σε κάποιες περιπτώσεις θα κριθεί αναγκαία η ακτινοθεραπεία και σε άλλες η μεταμόσχευση μυελού των οστών. Στην παιδική λευχαιμία, η χημειοθεραπεία ξεκινά με στεροειδή, αλκαλοειδή βίνκα και ασπαραγινάση. Μετά την πρώτη ανάκαμψη του μυελού των οστώβ ακολουθεί χημειοθεραπεία σταθεροποίησης, με υψηλή δόση μεθοτρεξάτης.
Οι θεραπείες συντήρησης μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και 3 έτη, με στόχο την αποτροπή της επανάληψης της ασθένειας. Η προφύλαξη, που συνιστάται για να εμποδιστεί η μετάσταση του καρκίνου στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα και μεταξύ ων μέτρων βρίσκονται η ακτινοβολία κεφαλής και φάρμακα για τη σπονδυλική στήλη.
Κάποιες φορές θα κριθεί απαραίτητη η μεταμόσχευση αλλογενών βλαστοκυττάρων.
Πρόληψη κατά της οξείας λεμφοκυτταρικής λευχαιμίας
Η πρόγνωση αναφέρει ότι περίπου το 80% των παιδιών που θα έρθουν αντιμέτωπα με την οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία θα τη νικήσουν, ενώ μόλις το 1/3 των ενηλίκων θα θεραπευτούν (χωρίς να ληφθούν υπόψη τυχόν επιπλοκές).
Η κατάλληλη ειδικότητα
Ο κατάλληλος γιατρός για την οξεία λεμφοκυτταρική αναιμία είναι ο κυτταρολόγος και ο αιματολόγος.
Πηγή: doctoranytime.gr